Σκύβοντας πάνω ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου
τὴ συσκότιση στίχους ἰσχνοὺς
θὰ ἐπιδείξω ἀποκλεισμένους
ἀπὸ ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.

Πολλὰ θὰ λὲν οἱ στίχοι αὐτοί,
θὰ δεῖτε, θὰ διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δὲν θὰ λέει.
Κοιτώντας θλιβερὰ
τοὺς προηγούμενους
θὰ κλαίει.


Πεθαίνει αργά όποιος δεν ταξιδεύει
δεν διαβάζει…

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Μούσα



 Μούσα εσύ που κατοικείς στη χώρα της Σκεπτόμενης Λήθης
ΕΣΥ, δέσμια πως «ζεις», επάνω σε χαλάσματα αιώνιας αλήθειας;

Παλεύεις να ξεσκεπάσεις τις αρχές του κόσμου….
Μα φύση συνωμότρια σ’ ωθεί στη φυλακή της στασιμότητας σου
Αλλάζεις όψεις.
Τα χαρακτηριστικά σου θλίψης απαυγάσματα
Και το πηγάδι των ευχών σου στέρεψε
Μιας και οι αλήθειες το εγκατέλειψαν

Σε πλάσματα αυτού του κόσμου των Μουσών
υπολανθάνει το Φως και το Σκοτάδι,
η Γέννηση και ο Θάνατος
Το βλέμμα, ανυπόκριτο,
-στραμμένο στις ποίησης τη λήθη-
ρίξε Μούσα γύρω σου και δες
κατάσταση φθοράς να διαπλέκεται
με γεγονότα γέννας
και σκέψου τελικά
ποιος θα είναι ο νικητής;
Το γέννημα ή το θρέμμα;

Δημιουργός: MIPS 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Διάλογος με τον χρόνο



Ο χρόνος περνά απαρατήρητος
Δεν έχω πια την αίσθηση του
Αφημένος εκεί στο παγκάκι της γειτονιάς
να κείτεται σαν πτώμα…

1,2,3,4,5,6,7…
Κείτεται εκεί… εις γνώσιν μου

Κι ας προσπερνούν…
Κανείς δεν τον κοιτάει…
Κανείς δεν του μιλάει…
Μόνο τον κλωτσούν
Θάρρος δεν έχουν να τον ποδοπατήσουν

Κι αυτός εκεί… ζωντανός νεκρός
Τους κλείνει το μάτι πονηρά
Και τους γελάει…
«Θα έρθει η ώρα σας…
Δε φταίω εγώ
Που χάσατε εσείς την αίσθηση μου!»

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Πως ...



Είχα τόσα να σου πω μα η φωνή μου χάνεται στο σκοτάδι....
Λέξεις σκορπισμένες σε θολά τοπία,
σε στιγμές που ξεθώριασαν κάτω από βλέμματα άδεια....
Πως θα μπορούσα να σου πω αυτά που σαν την παλίρροια
...έρχονται κα φεύγουν...
Πως θα μπορούσα να σου πω αυτά που κάθε βράδυ
με στοιχειώνουν...

Πως θα μπορούσα να σου πω
αυτά που έζησα μόνο μέσα σε μια ανύπαρκτη στιγμή...
Αυτά που γεννήθηκαν για να πεθάνουν σύντομα πριν καλά καλά ''μπουσουλίσουν''..
Αυτά που έμοιαζαν με κραυγές κάποιας άλλης διαλέκτου ...σιωπηλής...

...Πως …
Θα μπορούσα να σου πω πως σ ΄αγαπώ από την στιγμή που η γη
άρχισε να γυρίζει....
Να σου πω πως σε σκέφτομαι όσο συχνά ανασαίνω....
Πως φωνάζω μεσα στη νύχτα, πως ουρλιάζω....
Πως απελπίζομαι....

Να σου πω πως..... σε χρειάζομαι.....σαν οξυγόνο.....

ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ ΑΠΟΨΕ . . .
Δημιουργός : ΜIPS

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Λένε ότι τα λόγια είναι ασήμι και η σιωπή χρυσός.



Την σιωπή την έζησα. 
Την άκουσα. 
Με θόρυβο εκκωφαντικό. 
Την ένιωσα στο πετσί μου. 
Την παρακολούθησα να φέρνει μοναξιά.. 
Και την μοναξιά μου την λάτρεψα... για να την μισήσω. 
Αυτό που θέλω τώρα είναι λόγια...έστω και ψεύτικα λόγια. 
Από αυτά που κάνουν πιο αληθινή τη ζωή. 
Ναι. 
Θέλω ψέμματα. 
Από αυτά τα ψέμματα που τα κάνουν όλα ωραία. 
Που σε κάνουν να ζεις σε αυταπάτη. 
Σε ψευδαίσθηση. 
Τόσο ισχυρή ψευδαίσθηση, 
που να θέλω να κλειδωθώ μέσα της 
και να ξεχάσω την πραγματικότητα. 
Να συρρικνωθώ, να ακινητοποιηθώ, να μην αναπνέω... 
Να σταματήσω και την καρδιά μου ει δυνατόν, 
να λιμνάσει το αίμα στις φλέβες μου, 
μήπως και σταθεί για λίγο κι ο χρόνος, 
η εξέλιξη, το αναπόφευκτο. 
Μήπως και παραταθεί για μια στιγμή, 
για μια στιγμή έστω, 
η βύθιση στα λόγια σου. 
Έστω και αυτά... τα ψεύτικα.

Γιατί τι να την κάνω την σιωπή σου... 
Τι να την κάνω τη σκέψη σου...
Δημιουργός : ΜΙPS

"Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη σκέψη, μόνο για να δικαιολογήσουν τα λάθη τους, και τα λόγια, μόνο για να κρύψουν τις σκέψεις τους". Βολτέρος.

Αντίο



Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για να
περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρί-
τες απ΄τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τους τόσους χειμώ-
νες
τόσα τρένα που δεν σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν ειπώ-
θηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ΄ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
από αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε πάντοτε
έξω
όπως απόψε σε τούτο το ερημικό τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
τους νεκρούς μου φίλους.
Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
δεν θα γραφτούν ποτέ….


ΤΆΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΊΤΗΣ

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Η Αλαφροΐσκιωτη




Είδα ένα δάσος μακρινό
έβαλα μπρος  να  φτάσω…
Μα κει  ψηλά στον ουρανό
νέφη πλεγμένα αγέρα

Να σου προβάλει αλαργινά
μια παιχνιδιάρα αχτίδα
Την βλέπω και χαμογελώ
και δείχνω να πιστεύω

Ξάφνου ανοίγουν ουρανοί
και στάλες πλημμυρίζουν
Και τότε δάκρυα πυκνά
μάτωσαν την ψυχή μου

Και τρέχει ο νους μου μακριά…

Σε θάλασσες κοχύλια
και σ’ ένα απύθμενο γιατί
μες της ψυχής τα κύματα
χιονιάς και καταιγίδα

Και τότε πέταξε πουλί
και έσβησε τη σκέψη
Το βλέμμα μου τραβήχτηκε
απ’ της βροχής τη πλάνη

Κοίταξε το πετούμενο
και σκίρτησε η ψυχή μου
Τα δάκρυα στεγνώσανε
και σκέφτηκα πως θα’ ρθεις

Τότε πυκνό μυστήριο
εκάλυψε τη φύση
και εφάνης σαν μικρός Θεός
του έρωτα της δίψας

Και γω σε καλωσόρισα
ξανά μες την καρδιά μου
Αλήθεια πως δεν έφυγες
στιγμή απ’ τη ματιά μου

Θέλω να σφίξω  εδώ σιμά
την άκρη του ματιού σου
που με κοιτά καρτερικά
και μιας μου γνέφει λάθη

Πότε δε μου συγχώρεσες
την έννοια που σου είχα
του αθάνατου τ’ αγκάλιασμα
και της σιγής τα πάθη

Ξέμακρη μ΄ αναζήτησες
μα σαν ήρθα κοντά σου
για μια φόρα μου ζήτησες
να μπω στην αγκαλιά σου

Μα να της άρνης το νερό
με τρόμαξε και είδα
πως σαν μυστήριο σκοτεινό
θε να ναι η γη μαζί σου

Έτσι πια μόνη θα διαβώ
το δάσος της ζωής μου
Θα βλέπω δέντρα λυγερά
με χέρια απλωμένα

Μα θα ναι απάτης φρένιασμα
απλά κλαδιά ριγμένα
Και έτσι πια ξεμάκρυνα
Στο δάσος ούτε μπήκα…


Δημιουργός : MIPS


Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Βροχή



Το μουντόχρωμα του ουρανού 
ταιριάζει στην ψυχή μου
σα βρέχει…
Πλέρια γεμίζουνε τα μάτια μου
σταγόνες θάλασσα
σα βρέχει…
Και λούζονται τα μαλλιά μου 
μ’ ανάσες σου ζεστές
σα βρέχει…
Έλα και σφίξε μου το χέρι 
και δώσε μου πνοή
σα βρέχει…
Έλα και άγγιξε 
τις σφαλισμένες πόρτες 
της καρδιάς μου
σα βρέχει…
Έλα και σβήσε μου τη δίψα 
με μια σου λέξη
σα βρέχει…
Έλα και πες μου σ’ αγαπώ
σαν να’ ναι η τελευταία φορά
που βλέπουμε βροχή…
και άσε ν’ ανθίσει για πάντα
το ουράνιο τόξο στα μάτια των παιδιών
Και γω ας μην υπάρχω πια…
Φτάνει που έζησα για μια στιγμή
 μες απ’ τα μάτια σου
σαν γυάλισαν οι δρόμοι απ’ τη βροχή

Δημιουργός :MIPS

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Νυχτερινό



Έφυγες…
Δε ρώτησες αν μου’ χει μείνει ανάσα.
Δεν άντεξες της ψυχής την ορμή.
Δεν γεύτηκες του ονείρου το χάδι.
Και  'γω, εδώ.
Μένω στο στερέωμα της νύχτας
να σ΄ ακολουθώ.
Πηγαίνω τον δρόμο της δίψας
για το χαμένο όνειρο.
Αντέχω τόση μοναξιά.

Παίρνω το δρόμο του φευγιού.
Μέσα στη νύχτα.
Φώτα ολούθε αναψοκοκκινίζουν.
Τρεμοπαίζουν και διαδοχικά σβήνουν
καθώς τα προσπερνώ.
Κοιτάζω χωρίς να τα βλέπω,
γιατί τα μάτια της καρδιάς μου
είναι σφαλισμένα,
συγκεντρωμένα μόνο πάνω σου.
Προσπερνώ τα σκοτεινιασμένα σπίτια.
Οσμίζομαι τις νότες τις βροχής,
καθώς χτυπούν ανελέητα τα τζάμια.
Και ξεμακραίνω με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
Χωρίς προορισμό.

Και φεύγω…
Φεύγω για να μη γευτώ
του αποχαιρετισμού τα πικραμύγδαλα.
Φεύγω.
Για να μη νιώσω του χειμώνα την φύση.
Φεύγω για να μην υπάρξω χωρίς εσένα.


Δυο παιδικά μάτια με κοιτούν
δακρυσμένα.
Μια ανάσα αθώα καθισμένη
σε ψηλό μαντρότοιχο με κοιτά
και με σφαλίζει για πάντα.
Όχι δε μπορώ να ξεπεζέψω
από της ζωής μου το άρμα
Όχι δε μπορώ να μηνύσω
του τέλους την ύπαρξη
Όχι δε μπορώ να φιλήσω
του Άδη τα χείλη

Δυο παιδικά μάτια αθώα με κοιτούν
και μου στέλνουν πνοές ανάγκης
Δυο μάτια από ψηλό μαντρότοιχο,
δυο χέρια με κρατούνε για πάντα
Και δεν αντέχω να φύγω.
Τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Προσπερνώ ανυποψίαστους διαβάτες
Χαμογελώ κι ας μην πιστεύω πια στη χαρά

Δακρύζω
Κραυγάζω
Σπαράζω
Κανείς δεν μ΄ακούει.
Γιατί;
Γιατί δε μ΄ ακούτε.
Ε… διαβάτες ,
εσείς που ξεμακραίνετε
και μ΄ αφήνετε μόνη
Γιατί δε μ΄ αγγίζετε;
Γιατί δε με βλέπετε;
Μόνο χαμογελάτε.

Τρέχω προσπερνώντας πανύψηλα δάση
Μπαξέδες ξέχειλους με αρώματα λήθης
Ουρανούς ξάστερους με πανσέληνους μαύρες
Και θέλω να φτάσω στο αδιέξοδο της μοίρας
Σε γκρεμό βαθύ να πετάξω,
Σαν πουλί να πετάξω και να βρω λυτρωμό
απ’ της ψυχής μου τα πάθη.
Μα δε μπορώ..

Δυο μάτια παιδικά με κοιτούν
Μου μιλούν
και μου λένε
«Ζήσε!»

Δημιουργός: MIPS

Εφιάλτης



Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;

Γύρω μου
ακρωτηριασμένα μέλη
Ψυχές αλλού
Σώματα αλλού
Μυαλά πεταμένα
σε αχανείς αβύσσους
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
Κάθε νύχτα ο ίδιος εφιάλτης
νεκρής γυναίκας
με ρούχα κόκκινα
Με κοιτά
μου χαμογελά
και σφίγγει τη ζώνη του παλτού της,
έτοιμη να φύγει
Μα μένει εκεί και με κοιτά
Στα μάτια με κοιτά με ικεσία
και μου χαμογελά
και με προσμένει
Δε μπορώ να σταματήσω
Δε μπορώ να σταματήσω
Με μαγνητίζει η ματιά της
...με μαγεύει
Και ξεμακραίνω
από τον κόσμο
Και κλείνομαι
Και κλείνομαι
Τα μάτια μου παίρνουν φωτιά
Τα χείλη υγραίνονται
Η ψυχή ξεμακραίνει
Και χάνεται
Χάνεται...

Μέλη ακρωτηριασμένα
Ψυχές... κορμιά ματωμένα
Υπάρχουν ολόκληροι άνθρωποι;
Δεν ξέρω…

Δημιουργός: MIPS

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Σε ένα νησί



















Τοίχοι επίπεδοι, μα τόσο σαθροί.
Πόρτες σθεναρά κλεισμένες,
σφραγισμένες με λουκέτα ατσάλινα.

Σφηνωμένα καρφιά οι σκέψεις
με οδηγούν στο άπειρο,
χωρίς ελπίδας αυταπάτες.
Γέρνουν, κινούνται, στρέφονται
απειλητικά θωρούν και αιώνια.
Θέλουν να μ’ αφανίσουν
οι τοίχοι οι επίπεδοι, μα τόσο σαθροί.

                          ***

Κεριά αναμμένα , μα τόσο ισχνά
συνθλίβουν ψυχές ματωμένες,
σφραγισμένες με λουκέτα ατσάλινα.

Καρφωμένα  βέλη οι θρήνοι,
γεννούν  σταγόνες φωτιάς
και οι σκιές κατακλύζουν τα μάτια
Κενά παραμένουν τα όνειρα
Φρικαλέα δείγματα χάους
Θέλουν να μ’ αφανίσουν
τα κεριά τα αναμμένα , μα τόσο ισχνά.

                         ***

Καπνοί αρειμάνιοι ,  μα τόσο θολοί
με ρίμα  φωνές σε λήθαργο,
σφραγισμένες με λουκέτα ατσάλινα.
                   
Έρημοι μένουν οι ώμοι, γερμένοι
Στόματα πίκρες, δίχως συγνώμες
Σημάδια απούσας κραυγής
Θέλουν να σμίξουν με χείλη ξένα
Μα γέλια σαρδόνια σφάλουν,
 Θέλουν να μ’ αφανίσουν
Οι καπνοί οι αρειμάνιοι ,  μα τόσο θολοί

                       ***

Γυναίκα αιώνια, μα τόσο ζοφερή,
ερέβους σκιά κι απείκασμα,
σφραγισμένη με λουκέτα ατσάλινα.

Φυλακισμένη
σε τοίχους επίπεδους, μα τόσο σαθρούς
Σκιασμένη
από κεριά αναμμένα , μα τόσο ισχνά
Θαμμένη
με καπνούς αρειμάνιους ,  μα τόσο θολούς
Η γυναίκα η αιώνια, μα τόσο ζοφερή

                       ***

Θέλουν να μ’ αφανίσουν
οι τοίχοι οι επίπεδοι, μα τόσο σαθροί.
Θέλουν να μ’ αφανίσουν
τα κεριά τα αναμμένα , μα τόσο ισχνά.
Θέλουν να μ’ αφανίσουν
Οι καπνοί οι αρειμάνιοι ,  μα τόσο θολοί

Μοναδικός δραπέτης το όνειρο…
Εκεί… να  περπατώ κι ένα χέρι να πιαστώ…
Εκεί… να  περπατώ και  μια ψυχή να τυλιχτώ…
Εκεί… εκεί…

…σε ένα νησί.

Δημιουργός: MIPS